άγνωρος

άγνωρος
η , ο
1) незнающий; неопытный; невежественный; 2) никому не известный, незнакомый; 3) ставший неузнаваемым; 4) неблагодарный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "άγνωρος" в других словарях:

  • άγνωρος — η, ο άγνωστος, αγνώριστος: Ήταν ξένος κι άγνωρος σ εκείνον τον τόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγνωρος — κι ανέγνωρος, η, ο 1. αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, άπειρος, αμαθής 2. αυτός που δεν έχει γίνει γνωστός, άγνωστος, ξένος 3. εκείνος που η όψη του έχει αλλοιωθεί από αρρώστια, τον χρόνο κ.λπ., αγνώριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γνωρίζω ή ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • ανεγνώριμος — η, ο 1. ο άγνωρος* 2. ο αγνώριμος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»